- ένικμος
- ο (Α ἔνικμος, -ον) [ικμάς]νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ένικμοςγένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδώναρχ.1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή πάσχει από αφιδρώσεις4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνικμονυγρασία, υγρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.